- ὑακίνθινος
- -η,-ον + A 22-0-2-0-2=26 Ex 25,5; 26,4.14; 28,31; 35,7hyacinth-coloured, blueCf. DORIVAL 1994 38.51.220; WEVERS 1990 392.393; →NIDNTT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὑακίνθινος — hyacinthine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υακίνθινος — η, ο / ὑακίνθινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υάκινθο αρχ. (το ουδ.) ὑακίνθινον (κατά τον Ησύχ.) «ὑπομελανίζον, πορφυρίζον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑάκινθος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
ὑακινθίνων — ὑακίνθινος hyacinthine fem gen pl ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακίνθινον — ὑακίνθινος hyacinthine masc acc sg ὑακίνθινος hyacinthine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνη — ὑακίνθινος hyacinthine fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνην — ὑακίνθινος hyacinthine fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνοις — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνου — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνους — ὑακίνθινος hyacinthine masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνῃ — ὑακίνθινος hyacinthine fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνῳ — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)